- σχετλιασμός
- ο уст. жалоба, сетование; нытьё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχετλιασμός — indignant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμός — ο, ΝΑ [σχετλιάζω] 1. έντονο παράπονο, που συνήθως συνοδεύεται από αγανάκτηση και οργή 2. έκφραση, παράπονο, μεμψιμοιρία, κλάμα αρχ. σχετλιαστικό επιφώνημα … Dictionary of Greek
σχετλιασμοῖς — σχετλιασμός indignant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμοί — σχετλιασμός indignant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμοῦ — σχετλιασμός indignant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμούς — σχετλιασμός indignant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμῷ — σχετλιασμός indignant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετλιασμόν — σχετλιασμός indignant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)